- πύργωμα
- το, ΝΑ [πυργῶ]1. καθετί το εφοδιασμένο με πύργους και, ιδίως, πόλη φραγμένη και οχυρωμένη με πύργους («ἐπτάστομον πύργωμα Θηβαίας πόλεως», Ευρ.)2. στον πληθ. τα πυργώματατείχη με πύργους («Ἰλίου πυργώματα», Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.